- περιπλέγδην
- περιπλέγδηνclosely entwinedindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπλέγδην — Α επίρρ. 1. σε στενό εναγκαλισμό, περιπεπλεγμένως* 2. φρ. «περιπλέγδην ἔχω πήχεσιν» έχω αγκαλιαστεί πολύ σφιχτά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θ. πλεκ τού πλέκω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. εμπλέγ δην)] … Dictionary of Greek
αμφιπεριπλέγδην — ἀμφιπεριπλέγδην επίρρ. (Μ) περιπλεγμένα από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιπλέγδην «περιπλεγμένα»] … Dictionary of Greek
εμφύω — (AM ἐμφύω) 1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι 2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.) μσν. 1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει 2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι… … Dictionary of Greek
περιπεπλεγμένος — Α επίρρ. 1. με περίπλοκο τρόπο 2. σε στενό εναγκαλισμό, περιπλέγδην* 3. (κατά το λεξ. Σούδα) σε σπείρες, με ελικοειδή τρόπο, σπειρηδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. περιπεπλεγμένος τού παθ. παρακμ. τού περιπλέκω] … Dictionary of Greek
περιπλοκάδην — Α επίρρ. περιπλέγδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλοκή / περιπλέκω + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. περιφορ άδην)] … Dictionary of Greek